Οι διατροφικές διαταραχές είναι καταστάσεις συμπεριφοράς που χαρακτηρίζονται από σοβαρή και επίμονη διαταραχή στις διατροφικές συμπεριφορές και συναφείς ενοχλητικές σκέψεις και συναισθήματα. Μπορεί να εξελιχθούν σε πολύ σοβαρές καταστάσεις που θα επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική υπόσταση του ατόμου. Οι τύποι διατροφικών διαταραχών περιλαμβάνουν τη νευρική ανορεξία, τη νευρική βουλιμία, τη διαταραχή υπερφαγίας, τη διαταραχή αποφυγής περιοριστικής πρόσληψης τροφής, άλλες μη καθορισμένες διαταραχές σίτισης και πρόσληψης τροφής, διαταραχή pica και μηρυκασμού. Συνολικά, οι διατροφικές διαταραχές επηρεάζουν έως και το 5% του πληθυσμού, οι οποίες συνήθως αναπτύσσονται στην εφηβεία και τη νεαρή ενήλικη ζωή. Αρκετές, ειδικά η νευρική ανορεξία και η νευρική βουλιμία είναι πιο συχνές στις γυναίκες, αλλά όλες μπορούν να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία και να επηρεάσουν οποιοδήποτε φύλο. Οι διατροφικές διαταραχές συχνά συνδέονται με ενασχόληση με το φαγητό, το βάρος ή το σχήμα ή με το άγχος για το φαγητό και τις συνέπειες της κατανάλωσης ορισμένων τροφών. Συμπεριφορές που σχετίζονται με διατροφικές διαταραχές συμπεριλαμβάνουν την περιοριστική κατανάλωση ή την αποφυγή ορισμένων τροφών, την υπερφαγία, την κάθαρση με εμετό ή την κακή χρήσης καθαρτικών ή την καταναγκαστική άσκηση. Αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να οδηγηθούν σε τρόπους που φαίνονται παρόμοιοι με έναν εθισμό.
Οι διατροφικές διαταραχές επηρεάζουν αρκετά εκατομμύρια ανθρώπους ανα πάσα στιγμή, πιο συχνά γυναίκες μεταξύ 12 και 35 ετών. Υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι διατροφικών διαταραχών: νευρική ανορεξία, νευρική βουλιμία και διαταραχή υπερφαγίας.
Οι διατροφικές διαταραχές συχνά συνυπάρχουν με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές όπως τις διαταραχές διάθεσης και άγχους, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και με προβλήματα κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τα γονίδια και η κληρονομικότητα παίζουν ρόλο στο γιατί μερικοί άνθρωποι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για διατροφική διαταραχή, αλλά γενικά μπορούν να πλήξουν και άτομα χωρίς οικογενειακό ιστορικό της πάθησης. Η θεραπεία θα πρέπει να αντιμετωπίζει ψυχολογικές, συμπεριφορικές, διατροφικές και άλλες ιατρικές επιπλοκές. Το τελευταίο μπορεί να περιλαμβάνει συνέπειες υποσιτισμού ή συμπεριφορών καθαρισμού, όπως καρδιακά και γαστρεντερικά προβλήματα καθώς και άλλες δυνητικά θανατηφόρες καταστάσεις. Η αμφιθυμία ως προς τη θεραπεία, η άρνηση ενός προβλήματος με το φαγητό και το βάρος ή το άγχος για την αλλαγή των διατροφικών προτύπων δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο. Ωστόσο, με την κατάλληλη ιατρική και ψυχική φροντίδα, τα άτομα με διατροφικές διαταραχές μπορούν να επιστρέψουν σε υγιεινές διατροφικές συνήθειες και να ανακτήσουν τη συναισθηματική και ψυχολογική τους υγεία.
Τύποι Διατροφικών Διαταραχών
Νευρική ανορεξία
Η νευρική ανορεξία χαρακτηρίζεται από λιμοκτονία και απώλεια βάρους με αποτέλεσμα χαμηλό βάρος για το ύψος και την ηλικία. Η ανορεξία έχει την υψηλότερη θνησιμότητα από οποιαδήποτε άλλη ψυχιατρική διάγνωση εκτός από τη διαταραχή χρήσης οπιοειδών και μπορεί να είναι μια πολύ σοβαρή κατάσταση. Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) είναι συνήθως κάτω από 18,5 σε ένα ενήλικο άτομο με νευρική ανορεξία.
Η συμπεριφορά στη νευρική ανορεξία οφείλεται στον έντονο φόβο που έχει κάποιος να πάρει βάρος ή να γίνει παχύς. Αν και ορισμένα άτομα με ανορεξία θα πουν ότι θέλουν και προσπαθούν να πάρουν βάρος, η συμπεριφορά τους δεν συνάδει με αυτή την πρόθεση. Για παράδειγμα, μπορεί να τρώνε μόνο μικρές ποσότητες τροφών με λίγες θερμίδες και να ασκούνται υπερβολικά. Επίσης άλλα άτομα με νευρική ανορεξία τρώνε κατά διαστήματα και προκαλούν μετά εμετό ή κάνουν κατάχρηση καθαρτικών.
Υπάρχουν δύο υποτύποι της νευρικής ανορεξίας:
- ο περιοριστικός τύπος, στον οποίο τα άτομα χάνουν βάρος κυρίως με δίαιτα, νηστεία ή υπερβολική άσκηση, και
- ο τύπος υπερφαγίας/αποβολής τροφής, στον οποίο τα άτομα εμπλέκονται επίσης σε διαλείπουσα υπερφαγία ή/και συμπεριφορές κάθαρσης.
Με την πάροδο του χρόνου, μερικά από τα ακόλουθα συμπτώματα, που σχετίζονται με συμπεριφορές πείνας ή κάθαρσης μπορεί να αναπτυχθούν:
- Οι περίοδοι εμμήνου ρύσεως παύουν
- Ζάλη ή λιποθυμία από αφυδάτωση
- Εύθραυστα μαλλιά/νύχια
- Δυσανεξία στο κρύο
- Μυϊκή αδυναμία και αδυναμία
- Καούρα και παλινδρόμηση (σε όσους κάνουν εμετό)
- Σοβαρή δυσκοιλιότητα, φούσκωμα και πληρότητα μετά τα γεύματα
- Κατάγματα από στρες από καταναγκαστική άσκηση καθώς και απώλεια οστού με αποτέλεσμα οστεοπενία ή οστεοπόρωση (λέπτυνση των οστών)
- Κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, άγχος, κακή συγκέντρωση και κόπωση
Σοβαρές ιατρικές επιπλοκές μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή και περιλαμβάνουν ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού, ειδικά σε εκείνους τους ασθενείς που κάνουν εμετό ή χρησιμοποιούν καθαρτικά, νεφρικά προβλήματα ή επιληπτικές κρίσεις.
Η θεραπεία για τη νευρική ανορεξία περιλαμβάνει τη βοήθεια των προσβεβλημένων να ομαλοποιήσουν τις διατροφικές τους συμπεριφορές και τον έλεγχο του βάρους και να αποκαταστήσουν το βάρος τους. Η σωστή αξιολόγηση και θεραπεία οποιωνδήποτε συνυπάρχουσων ψυχιατρικών ή ιατρικών καταστάσεων είναι ένα σημαντικό συστατικό του σχεδίου θεραπείας. Το διατροφικό πλάνο θα πρέπει να επικεντρώνεται στο να βοηθά τα άτομα να αντιμετωπίσουν το άγχος για το φαγητό και να εξασκούνται στην κατανάλωση ενός ευρέος και ισορροπημένου φάσματος τροφών διαφορετικής θερμιδικής πυκνότητας σε τακτικά χωριστά γεύματα. Για τους εφήβους, οι πιο αποτελεσματικές θεραπείες περιλαμβάνουν τη βοήθεια των γονέων να υποστηρίζουν και να παρακολουθούν τα γεύματα του παιδιού τους. Η αντιμετώπιση της σωματικής δυσαρέσκειας συχνά χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να διορθωθεί από το βάρος και τη διατροφική συμπεριφορά, σημείο στο οποίο μπορεί να παρέμβει και να βοηθήσει σημαντικά η ψυχολογική υποστήριξη από έμπειρο ειδικό.
Στην περίπτωση σοβαρής νευρικής ανορεξίας όταν η θεραπεία εξωτερικών ασθενών δεν είναι αποτελεσματική, μπορεί να ενδείκνυται η εισαγωγή σε τμήμα ειδικού προγραμματος διατροφικών διαταραχών. Τα περισσότερα προγράμματα αποκατάστασης είναι αποτελεσματικά στον έλεγχο του βάρους και την ομαλοποίηση της διατροφικής συμπεριφοράς, αν και ο κίνδυνος υποτροπής τον πρώτο χρόνο μετά την έξοδο από το πρόγραμμα παραμένει σημαντικός.
Νευρική βουλιμία
Τα άτομα με νευρική βουλιμία συνήθως εναλλάσσουν δίαιτες ή τρώνε μόνο «ασφαλείς τροφές» χαμηλών θερμίδων με υπερφαγία σε «απαγορευμένες» τροφές με πολλές θερμίδες. Η υπερβολική κατανάλωση φαγητού ορίζεται ως η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού σε σύντομο χρονικό διάστημα που σχετίζεται με την αίσθηση απώλειας του ελέγχου του τι ή πόσο τρώει κάποιος. Η υπερβολική συμπεριφορά είναι συνήθως μυστικοπαθής και σχετίζεται με αισθήματα ντροπής ή αμηχανίας. Η λήψη τροφής και ποτών μπορεί να είναι πολύ μεγάλη και το φαγητό συχνά καταναλώνεται γρήγορα, πέρα από την πληρότητα σε σημείο ναυτίας και δυσφορίας.
Οι υπερβολές συμβαίνουν τουλάχιστον εβδομαδιαία και συνήθως ακολουθούνται από τις λεγόμενες «αντισταθμιστικές συμπεριφορές» για την πρόληψη της αύξησης βάρους. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν νηστεία, έμετο, κακή χρήση καθαρτικών ή καταναγκαστική άσκηση. Όπως και στη νευρική ανορεξία, τα άτομα με νευρική βουλιμία απασχολούνται υπερβολικά με σκέψεις για το φαγητό, το βάρος ή σχήμα, που επηρεάζουν αρνητικά και δυσανάλογα την αυτοεκτίμησή τους.
Τα άτομα με νευρική βουλιμία μπορεί να είναι ελαφρώς λιποβαρή, φυσιολογικού βάρους, υπέρβαρα ή ακόμα και παχύσαρκα. Ωστόσο, εάν είναι λιποβαρείς, θεωρείται ότι έχουν νευρική ανορεξία τύπου υπερφαγίας/κάθαρσης και όχι νευρική βουλιμία. Τα μέλη της οικογένειας ή οι φίλοι μπορεί να μην γνωρίζουν ότι ένα άτομο έχει νευρική βουλιμία επειδή δεν φαίνεται λιποβαρές και επειδή οι συμπεριφορές του είναι κρυφές και μπορεί να περάσουν απαρατήρητες από τους κοντινούς του ανθρώπους.
Πιθανά σημάδια ότι κάποιος μπορεί να έχει νευρική βουλιμία περιλαμβάνουν:
- Συχνές επισκέψεις στο μπάνιο αμέσως μετά τα γεύματα
- Μεγάλες ποσότητες φαγητού που εξαφανίζονται ή ανεξήγητα άδεια περιτυλίγματα και δοχεία τροφίμων
- Χρόνιος πονόλαιμος
- Πρήξιμο των σιελογόνων αδένων στα μάγουλα
- Οδοντική τερηδόνα που προκύπτει από τη διάβρωση του σμάλτου των δοντιών από το οξύ του στομάχου
- Καούρα και γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- Κατάχρηση καθαρτικών ή χαπιών αδυνατίσματος
- Επαναλαμβανόμενη ανεξήγητη διάρροια
- Κατάχρηση διουρητικών (χάπια νερού)
- Αίσθημα ζάλης ή λιποθυμίας από υπερβολικές συμπεριφορές κάθαρσης που οδηγούν σε αφυδάτωση
Η βουλιμία μπορεί να οδηγήσει σε σπάνιες αλλά δυνητικά θανατηφόρες επιπλοκές, όπως ρήξεις οισοφάγου, ρήξη στομάχου και επικίνδυνες καρδιακές αρρυθμίες. Η ιατρική παρακολούθηση σε περιπτώσεις σοβαρής νευρικής βουλιμίας είναι σημαντική για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση τυχόν πιθανών επιπλοκών.
Η εξωνοσοκομειακή γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για τη νευρική βουλιμία είναι η θεραπεία με τα καλύτερα αποτελέσματα. Βοηθά τους ασθενείς να ομαλοποιήσουν τη διατροφική τους συμπεριφορά και να διαχειριστούν τις κουραστικές σκέψεις και τα συναισθήματα που διαιωνίζουν τη διαταραχή. Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν επίσης να είναι χρήσιμα στη μείωση των παρορμήσεων για υπερφαγία και εμετό.
Διαταραχή Υπερφαγίας
Όπως και με τη νευρική βουλιμία, τα άτομα με διαταραχή υπερφαγίας έχουν επεισόδια υπερφαγίας κατά τα οποία καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φαγητού σε σύντομο χρονικό διάστημα, βιώνουν μια αίσθηση απώλειας ελέγχου στο φαγητό τους και στενοχωριούνται από την υπερφαγία. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα άτομα με νευρική βουλιμία, δεν χρησιμοποιούν τακτικά αντισταθμιστικές συμπεριφορές για να απαλλαγούν από το φαγητό προκαλώντας εμετό, νηστεία, άσκηση ή κακή χρήση καθαρτικών. Η υπερφαγία είναι χρόνια και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές στην υγεία, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση και οι καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η διάγνωση της διαταραχής υπερφαγίας απαιτεί συχνές υπερφαγίες (τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα για τρεις μήνες), που σχετίζονται με την αίσθηση έλλειψης ελέγχου και με τρία ή περισσότερα από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
- Κατανάλωση τροφής πιο γρήγορα από το κανονικό
- Κατανάλωση σε βαθμό άβολα πάνω από το χορτασμό
- Κατανάλωση μεγάλων ποσότητων φαγητού λόγω συναισθηματικής φόρτισης, χωρίς αίσθηση πείνας
- Κατανάλωση τροφής χωρίς παρέα καθώς υπάρχει ντροπή για την ποσότητα
- Αίσθημα αηδίας με τον εαυτό, κατάθλιψη και ενοχές
Όπως και με τη νευρική βουλιμία, η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τη διαταραχή υπερφαγίας είναι η γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία για την υπερφαγία. Η διαπροσωπική θεραπεία έχει επίσης αποδειχθεί αποτελεσματική, όπως και αρκετά αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Άλλη καθορισμένη διαταραχή σίτισης και πρόσληψης τροφής
Αυτή η διαγνωστική κατηγορία περιλαμβάνει διατροφικές διαταραχές ή διαταραχές της διατροφικής συμπεριφοράς που προκαλούν δυσφορία στο άτομο και βλάπτουν την οικογενειακή, κοινωνική ή εργασιακή του ευρυθμία, αλλά δεν ταιριάζουν στις άλλες κατηγορίες που αναφέρονται εδώ. Αυτό συμβαίνει επειδή η συχνότητα της συμπεριφοράς δεν πληροί το διαγνωστικό όριο (π.χ. η συχνότητα υπερφαγίας στη βουλιμία ή τη διαταραχή υπερφαγίας) ή δεν πληρούνται τα κριτήρια βάρους για τη διάγνωση της νευρικής ανορεξίας.
Ένα παράδειγμα άλλης καθορισμένης διαταραχής σίτισης και διατροφής είναι η «άτυπη νευρική ανορεξία». Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει άτομα που μπορεί να έχουν χάσει πολύ βάρος και των οποίων οι συμπεριφορές και ο βαθμός φόβου για το πάχος είναι σύμφωνοι με τη νευρική ανορεξία, αλλά δεν θεωρούνται ακόμη λιποβαρείς με βάση τον ΔΜΣ τους επειδή το βασικό βάρος τους ήταν πάνω από το μέσο όρο.
Δεδομένου ότι η ταχύτητα της απώλειας βάρους σχετίζεται με ιατρικές επιπλοκές, τα άτομα που χάνουν πολύ βάρος γρήγορα με ακραίες συμπεριφορές ελέγχου του βάρους μπορεί να διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ιατρικών επιπλοκών, ακόμα κι αν αυτό φαίνεται φυσιολογικό ή πάνω από το μέσο βάρος.
Αποφευκτική (περιοριστική) διαταραχή πρόσληψης τροφής
Η διαταραχή αποφευκτικής/περιοριστικής πρόσληψης τροφής (ARFID ειναι τα λατινικά αρχικά) είναι μια πρόσφατα καθορισμένη διατροφική διαταραχή που περιλαμβάνει διαταραχή στη διατροφή με αποτέλεσμα επίμονη αδυναμία κάλυψης των διατροφικών αναγκών και εξαιρετικά επιλεκτική διατροφή. Στην ARFID, η αποφυγή φαγητού ή το περιορισμένο ρεπερτόριο τροφίμων μπορεί να οφείλεται σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
- Χαμηλή όρεξη και έλλειψη ενδιαφέροντος για φαγητό ή φαγητό.
- Ακραία αποφυγή φαγητού με βάση τα αισθητηριακά χαρακτηριστικά των τροφίμων π.χ. υφή, εμφάνιση, χρώμα, μυρωδιά.
- Άγχος ή ανησυχία για τις συνέπειες του φαγητού, όπως φόβος πνιγμού, ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα, αλλεργική αντίδραση κ.λπ. Η διαταραχή μπορεί να αναπτυχθεί ως απόκριση σε ένα σημαντικό αρνητικό συμβάν, όπως ένα επεισόδιο πνιγμού ή τροφική δηλητηρίαση που ακολουθείται από την αποφυγή αυξανόμενης ποικιλίας τροφίμων.
Η διάγνωση της ARFID προϋποθέτει ότι οι δυσκολίες με το φαγητό σχετίζονται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
- Σημαντική απώλεια βάρους (ή αποτυχία επίτευξης της αναμενόμενης αύξησης βάρους στα παιδιά).
- Σημαντική διατροφική ανεπάρκεια.
- Η ανάγκη σωλήνα σίτισης ή από του στόματος συμπληρώματα διατροφής για τη διατήρηση επαρκούς πρόσληψης τροφής.
- Παρέμβαση στην κοινωνική ζωή (όπως αδυναμία να φάει το άτομο με άλλους).
Ο αντίκτυπος στη σωματική και ψυχολογική υγεία και ο βαθμός υποσιτισμού μπορεί να είναι παρόμοιος με αυτόν που παρατηρείται σε άτομα με νευρική ανορεξία. Ωστόσο, τα άτομα αυτά δεν έχουν υπερβολικές ανησυχίες για το σωματικό βάρος ή το σχήμα τους και η διαταραχή διαφέρει από τη νευρική ανορεξία ή τη νευρική βουλιμία. Επίσης, ενώ τα άτομα με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού έχουν συχνά άκαμπτες διατροφικές συμπεριφορές και αισθητηριακές ευαισθησίες, αυτές δεν οδηγούν απαραίτητα στο επίπεδο βλάβης που απαιτείται για τη διάγνωση της διαταραχής αποφευκτικής/περιοριστικής πρόσληψης τροφής. Η ARFID δεν περιλαμβάνει περιορισμό τροφίμων που σχετίζεται με την έλλειψη διαθεσιμότητας τροφίμων, κανονική δίαιτα, πολιτιστικές πρακτικές, όπως η θρησκευτική νηστεία ή αναπτυξιακά φυσιολογικές συμπεριφορές, όπως τα νήπια που τρώνε επιλεκτικά.
Η αποφυγή ή ο περιορισμός της τροφής αναπτύσσεται συνήθως στη βρεφική ή πρώιμη παιδική ηλικία και μπορεί να συνεχιστεί και στην ενήλικη ζωή. Μπορεί ωστόσο να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε ηλικία. Ανεξάρτητα από την ηλικία του ατόμου που επηρεάζεται η ARFID μπορεί να επηρεάσει τις οικογένειες, προκαλώντας αυξημένο άγχος στα γεύματα και σε άλλες κοινωνικές διατροφικές καταστάσεις.
Η θεραπεία για την ARFID περιλαμβάνει εξατομικευμένο πλάνο και αρκετούς ειδικούς, όπως έναν ψυχολόγο, έναν διατροφολόγο και άλλους.
Αλλοτριοφαγία (Pica syndrome)
Η Pica είναι μια διατροφική διαταραχή κατά την οποία ένα άτομο τρώει επανειλημμένα πράγματα που δεν είναι τρόφιμα χωρίς θρεπτική αξία. Η συμπεριφορά επιμένει για τουλάχιστον ένα μήνα και είναι αρκετά σοβαρή ώστε να απαιτεί κλινική προσοχή.
Οι τυπικές ουσίες που καταναλώνονται ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία και τη διαθεσιμότητα και μπορεί να περιλαμβάνουν χαρτί, μπογιά, σαπούνι, ύφασμα, μαλλιά, κορδόνι, κιμωλία, μέταλλο, βότσαλα, στάχτη, πηλό κα. Τα άτομα με σύνδρομο pica δεν έχουν συνήθως αποστροφή για το φαγητό γενικά.
Η συμπεριφορά είναι ακατάλληλη για το αναπτυξιακό επίπεδο του ατόμου και δεν αποτελεί μέρος μιας πολιτιστικά υποστηριζόμενης πρακτικής. Το σύνδρομο Pica μπορεί να εμφανιστεί για πρώτη φορά στην παιδική ηλικία, την εφηβεία ή την ενήλικη ζωή, αν και η έναρξη στην παιδική ηλικία είναι πιο συχνή. Δεν διαγιγνώσκεται σε παιδιά κάτω των 2 ετών. Η τοποθέτηση μικρών αντικειμένων στο στόμα τους είναι ένα φυσιολογικό μέρος της ανάπτυξης για παιδιά κάτω των 2 ετών. Το Pica εμφανίζεται συχνά μαζί με διαταραχή του φάσματος του αυτισμού και διανοητική αναπηρία, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και ανεξάρτητα.
Ένα άτομο που έχει διαγνωστεί με pica διατρέχει κίνδυνο για εντερικές δυσλειτουργίες ή τοξικές επιδράσεις ουσιών που καταναλώνονται (π.χ. μόλυβδος σε ροκανίδια βαφής).
Η θεραπεία για το pica περιλαμβάνει έλεγχο για διατροφικές ελλείψεις και αντιμετώπισή τους εάν χρειάζεται. Οι παρεμβάσεις συμπεριφοράς που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του pica συνήθως περιλαμβάνουν την ανακατεύθυνση του ατόμου από τα μη βρώσιμα είδη και την επιβράβευσή του για την απομάκρυνση ή την αποφυγή των μη βρώσιμων, καθώς συνήθως αναφερόμαστε σε μικρές ηλικίες.
Διαταραχή μηρυκασμού
Η διαταραχή του μηρυκασμού περιλαμβάνει την επαναλαμβανόμενη παλινδρόμηση και την εκ νέου μάσηση της τροφής μετά το φαγητό, κατά την οποία η καταποθείσα τροφή επαναφέρεται στο στόμα οικειοθελώς και μασάται ξανά και ξανακαταπίνεται ή φτύνεται. Η διαταραχή του μηρυκασμού μπορεί να εμφανιστεί στη βρεφική ηλικία, την παιδική ηλικία και την εφηβεία και πιο σπάνια στην ενήλικη ζωή. Για να γίνει η διάγνωση η συμπεριφορά πρέπει να:
- Εμφανίζεται επανειλημμένα σε διάστημα τουλάχιστον 1 μηνός
- Μην οφείλεται σε γαστρεντερικό ή ιατρικό πρόβλημα
- Μην εμφανίζεται ως μέρος μιας από τις άλλες διατροφικές διαταραχές συμπεριφοράς που αναφέρονται παραπάνω.